μακροήμερος — long lived masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροήμερος — η, ο αυτός που ζει ή διαρκεί πολλές μέρες, ο μακρόβιος, ο μακροχρόνιος: Πέθανε μακροήμερος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μακροήμερον — μακροήμερος long lived masc/fem acc sg μακροήμερος long lived neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροημερώτερος — μακροήμερος long lived masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροημέροις — μακροήμερος long lived masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροημέρῳ — μακροήμερος long lived masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροήμεροι — μακροήμερος long lived masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… … Dictionary of Greek
μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… … Dictionary of Greek
μακρήμερος — μακρήμερος, ον (Α) βλ. μακροήμερος … Dictionary of Greek